- 2021
Τα πλυντήρια τρέχουν στα στενά της Λευκωσίας
ξεπλένουν τις φανέλες των φαντάρων
και σλιπ γεμάτα ονειρώξεις.
Τα στελέχη φαλιρίζουν με την κρίση
οι πολίτες φαλιρίζουνε σαν τα στελέχη
οι κομμουνιστές φταίνε για όλα
κι ενόσω μύριζε ο διπλανός ιδρώτα και ανάσα
δανεική από γυναίκα σε μπορντέλο
οι λιμουζίνες τρέχανε στη λεωφόρο Γρίβα
τη νύχτα πριν τις παρελάσεις των σχολείων
όπου στα χέρια των εφήβων έβλεπες μαιάνδρους.
Έπεφτε του θαλαμοφύλακα το χρέος
να σκεπάζει τους στρατιώτες όταν
στα όνειρά τους πολεμούσαν τα σεντόνια.
Φύλαγε τον οπλοβαστό μετρούσε
και το σίδερο κρατούσε μια γεύση
όπως το σκίσιμο στο δάχτυλο που χώνουμε στο
στόμα.
Σκισμένη εξάρτηση και τα κλειδιά
κουδούνιζαν στο μάγκικο παιχνίδι.
Ήτανε σίγουρα μονάχος.
Στον λόφο της Μακεδονίτισσας παραταγμένοι
μες στο υπόκωφο της μνήμης
χάζευα τις φωτογραφίες των νεκρών.
Ήτανε νεαροί με παντελόνια ντρίλινα
και μου χαμογελούσανε απ’ τα τσουλούφια
καθώς πιο κει φαινότανε του Κίσινγκερ το στόμα
αεροδρόμιο παλιό με τζαμαρίες σπασμένες.
Είχαμε το απόγευμα εξόδου
στις αλυσίδες φαγητού στις καφετέριες με μπραντ
ιμάμηδες λαλούσαν και στα ίντερνετ καφέ
κάνανε σκάιπ στο ρεπό τους ασιάτες υπηρέτες.
Όμως απ’ όλα τα χαλάσματα που γίναν σύνορα
με τα ξεδοντιασμένα τους παράθυρα
γεμάτα με τσιμέντο και σκουριά
ξεχώρισα τον καφενέ «Σπιτφάιαρ».
Θαμώνες του τα έντομα και κάλυκες πεσμένοι
ταιριάζουν στ’ όνομα του!
Στο τέλος της θητείας μου στην Κύπρο
δεν έχω να θυμάμαι τίποτα
τίποτα πάρεξ έναν τοίχο στους θαλάμους
που είχαν κατουρήσει τα παιδιά
και στις τουαλέτες
σπέρμα παχύ χυμένο.
Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι, Θράκα, 2021