του Σίμου Ανδρονίδη
«…και φρενιασμένο τρέχοντας Να φτερουγάει το αίμα του Πάνω
στις πέτρες. Ήμουν μικρός δεν ήξερα Χωρίς τον ήχο πως
ακούγεται οιμωγή Χωρίς την όραση Πως καταργείται ακέραιο Το
σκοτάδι. Πως κικιρίκου Εφιάλτης σε ξυπνάει μιαν αυγή Χωρίς κεφάλι»
Ακέφαλο, από τη συλλογή Πολύτιμη Λήθη (Καστανιώτης, 2003) του Αντώνη Φωστιέρη
Η ποιητική συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη, με τον χαρακτηριστικό τίτλο Πολύτιμη Λήθη, προσδιορίζει και παλινδρομεί συνάμα στις αντινομίες που συνθέτουν τους όρους της ύπαρξης, εγγράφοντας παράλληλα στο ποιητικό κειμενικό 'σώμα' εκείνες τις λέξεις που σημαίνουν σωματικούς βιό-κοσμους, που 'εγγίζουν' τις εκφάνσεις και την δεσπόζουσα της παραδοχής, τις συναρμογές μίας μνήμης που συν-διαλέγεται, στην ευρύτητα της έκθεσης, με την δυνατότητα της λήθης η οποία καθίσταται όσο 'πολύτιμη' πρέπει για να διαπερασθεί από ομολογίες μίας νέας και ριζικής εκκίνησης.
Με σαρκαστικό ύφος, ο ποιητής αρθρώνει τον λόγο της εγκλητικής φυγής, δομεί 'αστερισμούς' που προσιδιάζουν στο λεκτικά και μη 'απρόσιτο', νοηματοδοτώντας τις προσίδιες εκφάνσεις μίας 'οντολογίας του μη' που αξιώνει μία βασική ανθρώπινη ιδιότητα: την αίσθηση και τις αισθήσεις, την ομολογία μίας αναπαράστασης που δεν εκκινεί παρά μόνο την στιγμή της δόκιμης άρσης των σημαινόντων, στο πεδίο όπου αναδύεται το 'χάσμα του χάσματος': «Σε θάλασσα καλοκαιριού που ανάσκελα Λυμένα πια τα μέλη και ανασαίνοντας Αλμύρα ήλιου, ολόκληρος Στο δαχτυλάκι το μικρό της άνωσης Λιώνει το βάρος του μυαλού Με απέραντο Πορτοκαλί σκοτάδι που όρμησε Ως τις κλειδώσεις Τι εύκολα Καθώς αδειάζει κάθε ιδέα Κι ανάστροφα Ρουφάει την άφατη ευφροσύνη του-να-μην, Ώσπου ξεκάθαρα: ''Δεν σκέφτομαι- άρα υπάρχω'' αστράφτοντας καρφώθηκε στη σκέψη μου η σκέψη».[1]
Η ποιητική εκ-βάλλει στο πέραν του δεδομένου και του στοχαστικά σταθμισμένου, καθιστάμενη γνωσιοθεωρία για τα εμπρόθετα συμβάντα την στιγμή όπου ανα-καλεί μία περιεχομενικότητα αντεστραμμένης 'έκλαμψης' για ένα νεωτερικό γίγνεσθαι που δομείται και εδραιώνεται πάνω στη γνωσιακή καινοτομία: «Δεν σκέφτομαι- άρα υπάρχω αστράφτοντας καρφώθηκε στη σκέψη μου η σκέψη», τονίζει ο ποιητής, εντός και στην οριακότητα του Καρτεσιανού υποδείγματος 'Σκέφτομαι, άρα υπάρχω' (Corgito Ergo Sum), προχωρώντας στην εννοιολογική 'σύλληψη' της αλληλεπίδρασης και της διαλεκτικής συμπληρωματικότητας, αφήνοντας την αντινομία να 'δραπετεύσει' από τις 'φορτισμένες' προσλήψεις και αναπαραστάσεις, εκ-φέροντας τον προσδιορισμό 'δεν' δίχως δεσμεύσεις και ως 'μήτρα' μίας ύπαρξης που αντανακλάται στην εμπρόθετη ρωγμή, στο 'δεν' ωσάν 'πλούσια ύλη' που δεν ζητεί την γνωσιακή, φιλοσοφική επικύρωση, αλλά τους όρους της δια-κειμενικής κένωσης: στο 'δεν' το σύμπλεγμα των πιθανοτήτων, η μνήμη και η εικόνα ως μνήμη ως 'εγκαρτέρηση' της λήθης, εκεί όπου ο ποιητής προσδιορίζει αυτό που τα 'γλωσσοπαίγνια' του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν.. ¨
'Γλωσσοπαίγνια' με τον χωροχρόνο, με την μνήμη που 'εγκαθιστά' κοινότητες, με το ίδιο το αντεστραμμένο ως κανονικότητα. Τα 'γλωσσοπαίγνια' του Αντώνη Φωστιέρη δια-σπείρουν την αμφιβολία ως κεντρικότητα, αναπαράγουν το 'είναι' ως απουσία εν τω γίγνεσθαι, ανασημαίνουν την πρωταρχικότητα του σώματος το οποίο φέρει την μαρτυρία του αίματος: «Μην πας πιο κάτω. Μα όσο αν πήγαινες Γοερά- τι θύμα τι νεογνό; - Θα τ' άκουγες: Στο στήθος κιόλας Κρεμασμένα στο μαστό Με θηλασμό Αποστηθίζουνε το φόνο».[2]
Η ποίηση, σε αυτό το σημείο, συνιστά 'πληγή', αν-καλώντας το επέκεινα ως πληθυντικότητα, την φόνευση που δεικνύεται: ο φόνος πραγματώνεται, συμβολικά, την στιγμή του θηλασμού, εκφράζοντας μία ισορροπία δυνάμεων, την ιδιαιτερότητα της ιστορίας: ''τι θύμα τι νεογνό'' στο περιβάλλον της ποιητικής αφήγησης, της μετερμηνείας του αμοιβαία κατανοητού και του 'μεταμορφισμού' της λέξης. Η λέξη συνεισφέρει στο κτητικό 'δεν', στο 'δεν' της εκούσιας 'αυτο-εξορίας' από τις συμβατικές αναγνωρίσεις..
Ο Γιώργος Βέης, εστιάζοντας στην οντολογία του ποιήματος και στις εκφάνσεις της ποίησης-'κάτοπτρο', αναφέρει πως «περνώντας το κατώφλι του δικού του ποιήματος, υποδυόμενος τον γραφόμενο, τον ίδιο δηλαδή τον πρωτοπρόσωπο μάστορα των στίχων, ο ποιητής αναζητεί ρίζες εαυτού».[3]
Με αυτόν τον τρόπο, ο Αντώνης Φωστιέρης αναζητεί, εντός ποιητικής κειμενικής γλώσσας, την μετερμηνεία και τον εσώτερο προσδιορισμού ενός εαυτού που συντίθεται από επάλληλα συμβάντα, από την αγωνία της λήθης και την αναφορικότητα της μνήμης, υπό το πρίσμα της διαλεκτικής σύνθεσης των αντιφάσεων που προσιδιάζουν προς την και τις κατευθύνσεις της εκάστης δυνατότητας: 'είμαι το αντίθετο της φωνής', το αδιαμαρτύρητα δοσμένο στις αποχρώσεις του κάθε φορά δυνατού..
Στην ποιητική συλλογή 'Πολύτιμη λήθη΄, ενέχεται η φορά του πρακτικά νεκρού, η συμπόνια ενώπιον του ίδιου θανάτου, η ανθρωπινότητα των αισθημάτων, η αντιθετικότητα της στιγμής, εκεί όπου η ποιητική γλώσσα αξιώνει την 'νόθευση' των λειτουργιών της, δομώντας την 'πόλη' που δύναται να 'εδαφοποιήσει' το μέτρο των αξιών: μέχρι που δύναται να φθάσει το ανθρώπινο έλεος;.
Η στιγμή της θέασης του και των προσώπων;. Αναζητώντας τις δικές του ''ρίζες εαυτού'', ο ποιητής μετατοπίζει την προθετικότητα του προς την κατεύθυνση της ποίησης και του ποιήματος, θέτοντας το διακύβευμα της ανάδυσης και της μετατόπισης από το κέντρο στο περιθώριο των ελάσσονων πραγμάτων, στην 'επικράτεια' της προσπελάσιμης λέξης, απεικονίζοντας το και τα υποκείμενα που επιστρέφουν στην 'πολύτιμη λήθη' του χρόνου, στο 'άλογο' της αναφοράς: πράξε. «Τώρα στ' αλήθεια δε θυμάσαι τι θα πει πλατεία Τι καφές. Την κλειδαριά με το κλειδί Στις τρεις τη νύχτα. Νύχτα τι θα πει. Ποτέ δεν ήτανε γλυκές Όμως σα ζάχαρη σε μια γουλιά νερό Λιώσαν οι λέξεις. Και ούτε τρία δευτερόλεπτα Δε χρειάστηκαν. Που τρία χρόνια».[4]
Η πικρή παραδοχή ενός σώματος που φθείρεται συναρθρώνεται με την επιτελεστικότητα ή την δυνατή επιτελεστικότητα του λεκτικού: συμβολή στην άρση, ετεροχρονισμένη παραδοχή..
Ο Jacques Derrida, στην ανάλυση του για την ποιητική ευρύτητα και την συμπερίληψη της γραφής στο ποιητικό πεδίο επισημαίνει: «Ονομάζω ποιητή όποιον αφήνει να περάσουν συμβάντα γραφής, τα οποία δίδουν ένα νέο σώμα στην ουσία της γλώσσας, κάνοντας τη να εμφανίζεται στο έργο Να δημιουργείς ένα έργο, σημαίνει να δίνεις ένα νέο σώμα στη γλώσσα, να της δίνεις ένα σώμα, ώστε η αλήθεια της να εμφανίζεται ως τέτοια, να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται, να εμφανίζεται ελλειπτικά αφελκυόμενη».[5]
Στην 'Πολύτιμη Λήθη', συγκροτούνται τα Ντερριντιανά «συμβάντα γραφής», συμβάντα τα οποία διαπλέκονται με την γλώσσα για να εκ-βάλλουν από αυτή, με την ίδια την γλώσσα να αποκτά και ταυτόχρονα να δίδει 'σώμα' στη διαφορικότητα της δυνατής αλλά και της μάταιης αναφοράς, προσανατολισμένη προς την 'μήτρα' των συμβολισμών, προς τον βιό-κοσμο της αίσθησης επί της μνήμης, προς τις επάλληλες εικόνες ενός φυσικού χάους..
Η γλώσσα, η ποιητική γλώσσα λειτουργεί ως αίσθηση, ως συν-δήλωση μίας μοναδικής 'επίθεσης', εμφανιζόμενη ''ελλειπτικά αφελκυόμενη'', ήτοι ως πεδίο συμπερίληψης του χρόνου της δημιουργίας, της 'αδόκιμης' εκλογής, του υποκειμένου που δύναται να 'ενσαρκωθεί' στο εύρος της λήθης και της 'αδηφάγου' μνήμης. Διαμέσου της συγκρότησης μίας ποιητικής αισθητικής που εγκαλείται από διαρκή συμβάντα γραφής»[6], «που να μαζεύεις τα χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου», όπως έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης..
Ή με την ποιητική γραφή του Αντώνη Φωστιέρη: «Κούτσουρα έχει. Ασ' τη να καίει Την τηλεόραση ως αργά Και πριν προλάβουν Να μας βρουν Πάμε τρεχάτοι Να κρυφτούμε Στη σπηλιά των σκεπασμάτων».[7] Η 'Πολύτιμη λήθη' επι-κοινωνεί και επενεργεί στους ιστορικούς χρόνους των θεάσεων, φέροντας την και τις 'μορφές' του απροσδιόριστου, την 'υλικότητα' του 'δεν' ως 'άλλη' ανθρώπινη κοινωνιο-γλώσσα.
Η ποίηση του Αντώνη Φωστιέρη οικειοποιείται την ζωτικότητα της παρουσίας και της επικοινωνίας, εγγράφοντας τους όρους της εμπρόθετης αλληλεπίδρασης, της ίδιας παρουσίας του αναγνώστη στο 'χάος' του ποιήματος, δηλώνοντας: «Ας μη γελιόμαστε. Από το ποίημα βγαίνεις πάντα ζωντανός».[8]
Το πρόθημα 'ας' εγκολπώνεται τον συμβολισμό του ποιήματος που λειτουργεί ως μετάβαση στα περιβάλλοντα της εδραίωσης του 'ασύγγνωστα' συνθετικού: κάθε ποίημα και μία σύνθεση εικόνων, μία μετωνυμία του σε όρο όσο και όριο, εκεί όπου ο καθένας δύναται να 'διαπραγματευθεί' την κίνηση του.
Η 'Πολύτιμη Λήθη' επανεπινοεί την 'αυτούσια ύλη' των πραγμάτων, την στιγμή που «αδιαλείπτως ανακατεύει και περιπλέκει τις κατηγορίες και τα κελιά των εννοιών με τη θέσπιση καινούργιων αποδόσεων, μεταφορών, μετωνυμιών»[9], για να παραπέμψουμε και στη Νιτσεϊκή θεωρία.. Κάθε ποιητικά δοσμένη λέξη δια-κρατεί την δυνατότητα του καταληκτικού και του μη καταληκτικού, ανοίγοντας το περίβλημα ώστε να αναδυθεί η ' απιστία', εκεί όπου συναρθρώνονται η σάτιρα με τον πιο λεπτό σαρκασμό..
[1] Βλέπε σχετικά, Φωστιέρης Αντώνης, ‘Δεν σκέφτομαι – Άρα υπάρχω’, Ποιητική συλλογή, ‘Πολύτιμη Λήθη’, Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2003, σελ. 28.
[2] Βλέπε σχετικά, Φωστιέρης Αντώνης, ‘Στόμα στο Μαστό…ό.π., σελ. 37. Το ‘Στόμα στο Μαστό’ ως ποιητική εικόνα και έκθεση, ‘θηλάζει’ τις όψεις της δυναμικής που εκκινεί από το μητρικό και μη σώμα, επιστρέφοντας στην πιθανή ετερογένεια και ανισομέρεια του όρου: από το μαστό προς το παροντικά εφικτό, προς την ‘ενέργεια’ της μνήμης που διερωτάται.
[3] Βλέπε σχετικά, Βέης Γιώργος, ‘Πανηγυρική διακήρυξη της ατέλειας’, Εφημερίδα ‘Τα Νέα’, ‘Βιβλιοδρόμιο’, 19-20/05/2018, σελ. 6. Ο ποιητής αναζητεί «ρίζες εαυτού» στην πρόνοια της ποίησης, στην κειμενικότητα της αναφοράς προς τον εαυτό και τον άλλον. Συμπληρώνοντας τον στοχασμό του Γιώργου Βέη, δύναται να αναφέρουμε πως ο ποιητής δεν αναζητεί απλά «ρίζες εαυτού» αλλά και τις «ρίζες» του ‘άλλου’ εντός κειμενικού σώματος που δια-σπάται, τις «ρίζες» του ‘άλλου εαυτού’ ως πραγματικότητα που δια-φαίνεται στα ποιητικά χάσματα, στις μετατοπίσεις της ‘ενεργειακής’ λέξης.
[4] Βλέπε σχετικά, Φωστιέρης Αντώνης, ‘Πρώτες λιώνουν οι λέξεις…ό.π., σελ. 25.
[5] Αναφέρεται στο: Derrida Jacques, ‘Κριοί. Διάλογος ατέρμων: Μεταξύ δύο απείρων, το ποίημα’, Πρόλογος-Μετάφραση: Αγκυρανοπούλου Χριστίνα, Επιμέλεια: Βέλτσος Γιώργος, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2008, σελ. 81.
[6] Αναφέρεται στο: Γκιούρας Θανάσης, ‘Ελευθερία και Ιστορία. Με βασική αναφορά στις θέσεις Για την έννοια της ιστορίας του Walter Benjamin, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2012, σελ. 255.
[7] Βλέπε σχετικά, Φωστιέρης Αντώνης, ‘Σαρκοβόρα Δωματίου…ό.π., σελ. 35.
[8] Βλέπε σχετικά, Φωστιέρης Αντώνης, ‘Από το ποίημα βγαίνεις πάντα ζωντανός…ό.π., σελ. 18-19.
[9] Αναφέρεται στο: Νίτσε Φρήντριχ, ‘Περί αληθείας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια’, Μετάφραση-Σημειώσεις-Επιλεγόμενα-Βιβλιογραφία: Γιατζάκης Πέτρος, Επίμετρο: Νεχαμάς Αλέξανδρος, Εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα, 2009, σελ. 32.