Λαέρτης Οδυσσέως δίκη

Εγκώμια
2013

Μόλις επέστρεψε, πήγε να βρει τον Λαέρτη. Τον παραμόνεψε

πίσω απ' τις αχλαδιές, που έβαφαν εκείνη την πλευρά τού

λόφου

ένα ανεξήγητο χρυσό. (Θυμήθηκε την Ωγυγία, το δόρυ τού

Ήλιου,

το ίδιο τρύπημα στο στήθος). Ήταν ο Οδυσσέας

που χάρισε πραγματικούς θανάτους με δακτυλικά ξίφη,

που γέλασε τους Λαιστρυγόνες και τον Όμηρο.

Τι να του πει. Η Ιστορία είναι μια επιτύμβια πλάκα

με αριθμούς κι ονόματα. Κι ο ποιητής

μια πολυμήχανη σκιά που ασπρίζει στο φως.

Πώς να μιλήσει στον Λαέρτη για τον πόλεμο, τη νύχτα

τα σφαγμένα σώματα. (Για τα δικά του σφαγμένα σώματα).

Πώς να σκεφτεί ένα μνημόσυνο για τους ανίδεους ήρωες.

Αφήνοντας την τσουγκράνα του να πέσει στη γη

γνωρίζοντας το έγκλημα, κλαίγοντας για το έγκλημα

ο Λαέρτης θα τον συγχωρέσει. (Ο Λαέρτης, εκείνη η παρήγορη

θλίψη στην έξοδο του έπους, εκείνο το ομηρικό κουρέλι).

Τότε ο Οδυσσέας θα χαθεί στο σκοτάδι. Ο Οδυσσέας,

σώμα και όνομα, θα γείρει κάτω από την αχλαδιά,

ενώ το χρυσό θα γίνεται μαύρο, ύστερα πάλι χρυσό κι ύστερα

πάλι μαύρο.

 

      Εγκώμια, Πατάκης, 2013

 

Περισσότερα από τον/την Ελευθεράκης Δημήτρης

Με την ευγενική υποστήριξη:
ΙΔΡΥΜΑ ΙΩΑΝΝΟΥ Φ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

©2015-2024 poets.gr |

Επιμέλεια: Μάνια Μεζίτη

poets.gr

Χρονολογικά

Αλφαβητικά