Dash No 78

Tags

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ

Όταν θα γίνω γριά, θα ντύνομαι στα μοβ
και θα φοράω ένα κόκκινο καπέλο που δεν ταιριάζει, και δεν μου πάει.
Θα ξοδεύω τη σύνταξή μου σε ουίσκι και καλοκαιρινά γάντια
και σατινένια σανδάλια, και θα λέω πως δεν έχουμε λεφτά για βούτυρο.
Θα κάθομαι κατάχαμα στο πεζοδρόμιο όταν κουράζομαι
και θα τσακίζω τα δειγματάκια στα μαγαζιά, και θα πατάω τους συναγερμούς
και θα σέρνω το μπαστούνι μου πάνω στα κάγκελα των δημόσιων χώρων,
και θα επανορθώνω για τη σοβαρότητα της νιότης μου.
Θα βγαίνω με τις παντόφλες στη βροχή
και θα κόβω λουλούδια από ξένους κήπους
και θα μάθω να φτύνω.

Έχεις το ελεύθερο να φοράς άθλιες μπλούζες και να παχαίνεις συνέχεια
και να τρως ένα κιλό λουκάνικα στην καθισιά σου
ή σκέτο ψωμί και τουρσί για μια βδομάδα
και να στοκάρεις στιλό και μολύβια και σουβέρ και τέτοια.

Τώρα όμως πρέπει να ντυνόμαστε με αδιάβροχα ρούχα
και να πληρώνουμε το νοίκι μας και να μη βρίζουμε στον δρόμο
και να δίνουμε το καλό παράδειγμα στα παιδιά.
Πρέπει να κάνουμε τραπέζια σε φίλους και να διαβάζουμε την εφημερίδα.

Μήπως όμως θα ’πρεπε να εξασκηθώ λιγάκι από τώρα;
Για να μην πάθουν την πλάκα τους αυτοί που με ξέρουν
όταν ξαφνικά θα είμαι γριά και θ’ αρχίσω να ντύνομαι στα μοβ.

JENNY JOSEPH (1932-2018)
απόδοση: Χρύσα Φραγκιαδάκη

το πρωτότυπο στα σχόλια

© CHRISSA FRAGIADAKI , D for Dashes—moonlighting in Amherstland, [2014

Parentheses (23)

APRIL’S FOOL

Τα μάτια είναι στεγνά αλλά το χέρι ασταθές,
η σκέψη βαθιά διχασμένη, η φαντασία εν υπνώσει,
τα όνειρα έχουν σβήσει προσεκτικά τα ίχνη τους.
Στα πεζοδρόμια, άλλη μια άνοιξη σε κρίση
ψηλαφίζει τον δρόμο της μες στην αφρικανική σκόνη,
ο ήλιος ξεγελά τις πλάτες των αστέγων
και ναρκώνει τους θαμώνες των καφέ.
Στο διαδίκτυο τα λόγια παλιώνουν πριν διαβαστούν,
σαν ένα ποίημα που πιο πολύ μοιάζει με φάρσα,
και τη μόνη αλήθεια τη λέει ο καθρέφτης μου:
ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται και ό,τι θα γίνει κρύβει τρόμο.

ΧΡΥΣΑ ΦΡΑΓΚΙΑΔΑΚΗ, Απρίλιος 2013

© CHRISSA FRAGIADAKI , D for Dashes—moonlighting in Amherstland, [2014]



Dash No 77

Tags

Ο απογραφέας


Έφτασα για τη δουλειά αργά ένα απόγευμα που φυσούσε

σ’ ένα σπίτι από σανίδες και πισόχαρτο

με ένα δωμάτιο, ένα παράθυρο, μια πόρτα,

το μόνο οίκημα σε μια ερημιά αποψιλωμένη

κάμποσες χιλιάδες εκτάρια γύρω της μες στα βουνά:

Και ακατοίκητο πια από άντρες ή γυναίκες.

(Αν και δεν είχε κατοικηθεί ποτέ από γυναίκες,

οπότε προς τι η στενοχώρια μου;)

Ήρθα σαν απογραφέας στην ερημιά,

για να μετρήσω τους ανθρώπους εδώ και δεν βρήκα κανέναν,

κανέναν στα χιλιάδες εκτάρια, κανέναν στο σπίτι

αυτό το τελευταίο που έφτασα, με κάποιες, όχι σπουδαίες, ελπίδες,

μετά από ώρες που ατένιζα ψηλά απ’ τους γκρεμούς

μιαν αδειοσύνη γδαρμένη ως την πέτρα.

Δε βρήκα κανέναν που να τολμήσει να εμφανιστεί,

κανέναν που να μην κρύβεται απ’ το βλέμμα των απέξω.

Η εποχή ήταν φθινόπωρο, αλλά πώς μπορεί

κανείς να διακρίνει την εποχή του χρόνου όταν κάθε δέντρο

που θα είχε έστω κι ένα φύλλο να ρίξει είχε πέσει το ίδιο

και τίποτα δεν είχε απομείνει εκτός από τον κομμένο κορμό του,

που φανέρωνε τώρα τους δακτυλίους του μες στο γλυκό υγρό τους,

και κάθε δέντρο ήταν το κουφάρι ενός κορμού

χωρίς ούτ’ ένα φύλλο να ξοδεύει στο φθινόπωρο

ή κλαδί να συρίζει μετά το ξόδεμα.

Ίσως ο άνεμος όλο και πιο πολύ χωρίς τη βοήθεια

της ανάσας των δέντρων έλεγε κάτι για την εποχή

του χρόνου ή για τη μέρα με τον τρόπο που λίκνιζε μια πόρτα

μονίμως ξεμαντάλωτη, λες και αγενείς άνθρωποι

έμπαιναν μέσα και καθένας τη βροντούσε πίσω τους

για να την ανοίξει μόνος του ο επόμενος.

Μέτρησα εννιά, δεν είχα δικαίωμα να μετρώ

(Αλλά ήταν σαν σε όνειρο, ένα ανεπίσημο μέτρημα)

πριν γίνω ο δέκατος που περνούσε το κατώφλι

Πού ήταν το βραδινό μου; Που ήταν όλοι;    

Καμιά λάμπα δεν ήταν αναμμένη. Τίποτα δεν υπήρχε στο τραπέζι.

Η σόμπα ήταν κρύα –η σόμπα είχε αποσυνδεθεί απ’ την καμινάδα–

και έγερνε από τη μεριά που της έλειπε ένα πόδι.

Οι άνθρωποι που είχαν περάσει την πόρτα με θόρυβο

ήταν άνθρωποι σύμφωνα με τ΄ αυτιά αλλά όχι με τα μάτια.

Δεν κάθονταν με τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι.

Δεν κοιμόντουσαν χωμένοι σε κουκέτες.

Δεν έβλεπα ανθρώπους εκεί, ούτε κι ανθρώπινα κόκαλα.

Οπλίστηκα μήπως πέσω πάνω σε τέτοια κόκαλα

με το μαυρισμένο στειλιάρι ενός τσεκουριού

που μάζεψα από το αχυροστρωμένο πάτωμα.

Πουθενά κόκαλα, μόνο το ξεχαρβαλωμένο παράθυρο κροτάλιζε.

Η πόρτα ήταν ήσυχη επειδή την κρατούσα κλειστή

όσο σκεφτόμουν τι περνούσε απ’ το χέρι μου να κάνω–

για το σπίτι – για τους ανθρώπους που δεν ήταν εκεί.

Το σπίτι που σάπισε μέσα σ’ ένα μόνο χρόνο

με γέμιζε λύπη όχι λιγότερη απ’ ό,τι τα σπίτια

που είχαν καταρρεύσει μέσα σε δέκα χιλιάδες χρόνια

εκεί που η Ασία μπαίνει σφήνα ανάμεσα σε Αφρική και Ευρώπη.

Τίποτα δεν έμενε να κάνω, απ’ όσο έβλεπα

εκτός απ’ το να βρω πως δεν υπήρχε κανείς εκεί

και να δηλώσω στους γκρεμούς που η ηχώ τους δεν έφτανε ως εδώ,

«Το μέρος είναι έρημο κι όποιος παραμονεύει

στη σιωπή, αν μέσα της θλίβεται,

ας σπάσει τώρα τη σιωπή αλλιώς ας σωπάσει για πάντα.

Ας πει γιατί δεν πρέπει να δηλωθεί έτσι».

Η μελαγχολία να πρέπει να μετράς ψυχές

εκεί που όλο και λιγοστεύουν κάθε χρόνο,

είναι απόλυτη εκεί που εξαφανίζονται εντελώς.

Είναι μάλλον που θέλω η ζωή να ζει αδιάκοπα.

ROBERT FROST (1874-1963)
απόδοση: Χρύσα Φραγκιαδάκη

το πρωτότυπο στα σχόλια

© CHRISSA FRAGIADAKI , D for Dashes—moonlighting in Amherstland, [2014

Dash No 76

Tags

ΦΟΡΗΤΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Κι όταν μιλώ για τον Παράδεισο,
μιλώ για τη γιαγιά μου
που μου ’λεγε να τον κουβαλάω πάντα
πάνω μου, καλά κρυμμένο, έτσι που
κανείς άλλος να μην το ξέρει εκτός από μένα.
Μ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορούν να σου τον κλέψουν, έλεγε.
Κι αν η ζωή σε βάλει στην πρέσα,
ψάξε για τις κορυφογραμμές του στην τσέπη σου,
ανάσανε την ευωδιά του πεύκου στο μαντίλι σου,
μουρμούρισε τον ύμνο του μέσ’ απ’ τα δόντια σου.
Κι αν η πίεση δεν σταματάει ποτέ,
πήγαινε σ’ ένα δωμάτιο χωρίς κόσμο –σε ξενοδοχείο,
ξενώνα, καλύβα, ό,τι να ’ναι – βρες μια λάμπα
και άδειασε τον παράδεισό σου σ’ έναν πάγκο:
τις λευκές αμμουδιές σου, τους καταπράσινους λόφους και τα
φρέσκα ψάρια.
Ρίξε το φως της λάμπας πάνω του σαν την καινούργια ελπίδα
του πρωινού, και μείνε να τον κοιτάζεις μέχρι να κοιμηθείς.

ROGER ROBINSON (δεκαετία 1970 –)
απόδοση: Χρύσα Φραγκιαδάκη

το πρωτότυπο στα σχόλια

© CHRISSA FRAGIADAKI , D for Dashesmoonlighting in Amherstland, [2014]

Parentheses (22)

Η ΔΙΤΤΗ ΟΨΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

 

«…η ταυτόχρονη παρουσία της μέρας και της νύχτας έχει τη δύναμη να εκπλήσσει και να γοητεύει. Αυτή τη δύναμη την ονομάζω ποίηση». (Réné Magritte, για τον πίνακά του “Η αυτοκρατορία του φωτός”)

 

Εσύ θα διάλεγες τη γαλάζια διαφάνεια του ουρανού

(κάνοντας ίσως παραχώρηση στα σύννεφα),

την απατηλή οικειότητα του τοπίου.

Εμένα θα με κέρδιζαν οι σκιές του νυχτερινού σπιτιού

πίσω από το απόκοσμο φως του φαναριού

κι ο φευγαλέος αντικατοπτρισμός του στο νερό.

 

Η συνύπαρξή μας θα ήταν, λοιπόν, ανέφικτη

χωρίς τη μόνη δύναμη που μπορεί να αιχμαλωτίσει

το μυστηριακό σμίξιμο της μέρας με τη νύχτα

σ’ ένα σκηνικό σαγήνης που μας χωράει και τους δύο.

 

Ναι, τη δύναμη αυτή κι εγώ την ονομάζω

Ποίηση

 

ΧΡΥΣΑ ΦΡΑΓΚΙΑΔΑΚΗ

© CHRISSA FRAGIADAKI , D for Dashes—moonlighting in Amherstland, [2014]

Dash No 75

Tags

Κορόνα ή γράμματα

Η βάση είναι μια επίπεδη στρογγυλή πέτρα.
Το σημάδι, μια χαρακιά στη σκόνη.
Με τη μύτη του ποδιού στη γραμμή, οι πονηροί ωθούν
το στέρνο τους προς τα εμπρός, σαν τους ερωδιού,
καθώς το πίνγκιν, μια πένα, αιωρείτα
πάνω από ιαχές και βρισιές. Μετά σιωπή
καθώς τα μάτια καρφώνονται για να δουν πόσο
μακριά έχει πάει καθένα απ’ τα δυο μπρούτζινα νομίσματα.

Ώρα για την ισοφάριση –
Ο Πάντνα Χάιλαντ στήνει το ξυλάκι,
που πάνω του ισορροπούν δυο μπρούτζινα νομίσματα.
Αυτοί οι μικροί κύκλοι εκσφενδονίζονται ψηλά,
και πέφτουν γρήγορα με φόντο το σούρουπο.
Μετά οι λαιμοί τεντώνονται, τα μάτια στρέφονται πάλι κάτω.
Κεφάλι ή κλώσα; ‘Η ιρλανδική άρπα;
(Στην άλλη μεριά των συνόρων, βρετανικό στέμμα.)

Οι φωνές μαλακώνουν στη σκοτεινιά,
ακόμα κι οι βλαστήμιες πνίγονται στο ημίφως,
καθώς αρχίζει να ψιλοβρέχει
και το ρυάκι μουρμουρίζει παραδίπλα.
Αχ, η μελαγχολία των ημερών στο Μίντλαντ!
Στο λιβάδι με τα γαϊδουράγκαθα, πέρα από
τα ασάλευτα συντρίμμια της προτεσταντικής εκκλησίας
ένα γαϊδούρι δυναμώνει το σκουριασμένο του γκάρισμα.

JOHN MONTAGUE (1929-2016)
απόδοση: Χρύσα Φραγκιαδάκη

το πρωτότυπο στα σχόλια

© CHRISSA FRAGIADAKI , D for Dashesmoonlighting in Amherstland, [2014]

 

 

Dash No. 74

Tags

May Day*

Ο σκοπός της επανάστασης είναι η εξάλειψη του φόβου – Αντόρνο.

 

Σε κάθε εξέγερση έρχεται μια στιγμή

που οι γωνιές των δρόμων μοιάζουν με πλατό και

οι διαδηλωτές αισθάνονται αμήχανοι, σαν

κομπάρσοι στο Μπεν Χουρ. Τώρα δα

 

πέρα απ’ τα οδοφράγματα, κάποιο αόρατο νεύμα

τους πάγωσε όλους επιτόπου–

εργάτες με μπλε μπουφάν, ανυποχώρητους φοιτητές,

τους αστυνομικούς που συνωστίζονται πίσω απ’ τις γυαλισμένες ασπίδες τους.

 

Θα μπορούσαμε να περάσουμε το απόγευμα σαν σωστοί αστοί,

αράζοντας στο μπαλκόνι,

πίνοντας Ερλ Γκρέι, ακούγοντας Φορέ,

όμως κάτι καταχωνιασμένο μέσα μας

 

ήθελε ν’ απελευθερωθεί· κάτι λείο και μαλακό

ήθελε να γδαρθεί, να ματώσει,

ανασύραμε λοιπόν τα ποδήλατά μας απ’ το κελάρι,

και κάναμε πετάλι προς τη Σορβόνη, φωνάζοντας

 

La lutte continue!** Ξαναμμένοι

 

από φόβο και επιθυμία, κουρελιασμένοι,

από τον άνεμο που μας μαστίγωνε, ήμαστε

ζωηροί σαν κόκκινες σημαίες. Και τώρα

κουλουριασμένοι στο πλακόστρωτο

 

περιμένοντας τον τροχό να μπει σε κίνηση,

με την καρδιά να χτυπά σαν ταμπούρλο, παρατηρούμε τα παραμικρά γνωρίσματα

του καθημερινού κόσμου –μια ξεθωριασμένη αφίσα

για τον Λεό Φερέ, τη μυρωδιά μιας εξάτμισης αυτοκινήτου,

 

ανάμεικτη με δακρυγόνα, και πώς,

παγιδευμένη στην τζαμαρία του μπιστρό,

μια μαύρη μύγα σέρνεται, μερικές φορές επίμονα,

μετά ξεσπά σε φρενιασμένη

 

κίνηση – γυρεύοντας

εκείνη την ορατή, απρόσιτη ελευθερία.***

 

CAROL VAN DER VEER HAMILTON

Από το τεύχος 166 (Καλοκαίρι 2003) του Paris Review

Απόδοση: Χρύσα Φραγκιαδάκη

 

*«Μay Day», εκτός από το προφανές «Μέρα Μαΐου», είναι επίσης και το διεθνές φωνητικό σήμα για βοήθεια, το αντίστοιχο του SOS.

** Ο αγώνας συνεχίζεται. Γαλλικά στο πρωτότυπο.

*** Πιθανή αναφορά (σε συνδυασμό ίσως και με το μότο του Αντόρνο) στην περίφημη ρήση του Βιτγκενστάιν ότι σκοπός της φιλοσοφίας είναι να δείξει στη μύγα (που είναι παγιδευμένη σε ένα μπουκάλι και βλέπει τον κόσμο μέσα από το διαφανές γυαλί αλλά δεν μπορεί να δραπετεύσει) τον δρόμο για να βγει από το μπουκάλι.

το πρωτότυπο στα σχόλια

© CHRISSA FRAGIADAKI , D for Dashes—moonlighting in Amherstland, [2014]

Dash No. 73

Tags

Η Ιεροτελεστία του Τσαγιού

Μας πηγαίνει στην κρυψώνα της, πίσω από τη μηλιά, στην τελευταία πεζούλα του κήπου μας. Προστάζοντας αυστηρά τους μικρούς της φίλους, τους οδηγεί πρώτους στη σκάλα· εμείς, ντροπαλοί γίγαντες, ανεβαίνουμε πίσω τους. Έχει στρώσει τραπέζι, μερικές σανίδες στηριγμένες σε πέτρες, και πάνω τους μια μισοσπασμένη κούκλα καθισμένη φάτσα σε ένα ζουληγμένο αρκουδάκι. Ένας ένας, μικροί και μεγάλοι, παίρνουμε τις θέσεις που μας υποδεικνύει: «λοιπόν, εσύ κάθεσαι εδώ» και «εσύ κάθεσαι εκεί». Ακολουθεί νέα σειρά διαταγών: «Αφού εγώ είμαι η Μαμά, εγώ σερβίρω το τσάι». Ένα παιδικό χέρι απλώνεται μπροστά, από κάπου βγάζει και μοιράζει πορσελάνινα φλιτζάνια τόσο λεπτεπίλεπτα που είναι αόρατα. Μετά, αρπάζει το χερούλι μιας τσαγιέρας από το πουθενά και μας σερβίρει με τη σειρά, πριν ακουμπήσει πάλι μπροστά της το συμπαγές αυτό αντικείμενο από αέρα. Να και τα σάντουιτς με τα μπισκότα. Καθένας μας παίρνει από ένα σκονισμένο κλωναράκι. «Λοιπόν, φάτε το όλο και μην γκρινιάξει κανείς γιατί θα σας μαρτυρήσω στον Μπαμπά». Δίνει στον Αρκούδο μια τρυφερή σπρωξιά που τον στέλνει φαρδύ πλατύ στο έδαφος. «Και ίσια την πλάτη: δεν καμπουριάζουμε όταν έχουμε καλεσμένους». Με επισημότητα, φέρνουμε τα φλιτζάνια στα χείλη μας, πίνοντας σιωπηλά ο ένας στην υγεία του άλλου. Μες απ’ τα κλαδιά της μηλιάς, διακρίνεται η πόλη, ένας πέπλος αιθάλης πάνω από τις αποβάθρες, η μουντή, θαμπή επιφάνεια του ποταμού Λι. Πέρα απ’ τους λοφίσκους βρίσκεται το αεροδρόμιο, και όσο εμείς πίνουμε το αόρατο, ένα αεροπλάνο ανεβαίνει, μια φλούδα ασήμι στο φως του ήλιου. Φιλτραρισμένος από τα άνθη της μηλιάς, ο ήχος του είναι μακρινός και φιλικός σαν τον βόμβο μιας μέλισσας που ψάχνει για μέλι.

JOHN MONTAGUE (1929-2016)
απόδοση: Χρύσα Φραγκιαδάκη

το πρωτότυπο στα σχόλια

© CHRISSA FRAGIADAKI , D for Dashes—moonlighting in Amherstland, [2014]

Dash No. 72

Παγωνιά τα μεσάνυχτα

H παγωνιά επιτελεί το μυστικό της έργο,
αβοήθητη απ’ τον άνεμο∙ και να! η κουκουβάγια
φωνάζει δυνατά∙ ξανά! πιο δυνατά από πρώτα.
Στο σπίτι, όλοι αναπαύονται αφήνοντάς με μόνο
στη μοναξιά που πάει μαζί με σκέψεις μπερδεμένες∙
ωστόσο έχω συντροφιά: στην κούνια εδώ κοντά μου
κοιμάται ήρεμα και βαθιά ο μικρός μου γιος.
Όλα είναι τόσο ήσυχα, που λες και διαταράσσει
η ίδια η απόλυτη σιγή τις διαδρομές της σκέψης.
Παράξενη σιγή! Βουνό, θάλασσα, δάσος και όλο
τούτο το χωριό! Βουνό, θάλασσα, δάσος
κι ο κόσμος με τις καθημερινές δοσοληψίες,
αθόρυβες σαν όνειρα! Η ισχνή γαλάζια φλόγα
σιγοκαίει στο τζάκι μου χωρίς διόλου να τρέμει∙
κι η αιθάλη που αναρριπίζεται στη σχάρα,
το μόνο πράγμα που δεν ησυχάζει απόψε,
μου φαίνεται, καθως μες στη σιωπή κινείται,
όμοια με μένα ζωντανή κι εκείνη,
και γίνεται έτσι ευχάριστη παρέα,
που κάθε της καπρίτσιο το άεργο Πνεύμα
το ερμηνεύει όπως βολεύει, καθώς ψάχνει
παντού για το είδωλο ή για την ηχώ του,
και έχει για παιχνίδι του τη Σκέψη.

…………………………………………………………..Κι όμως, συχνά,
πόσο συχνά, ευκολόπιστος, στα σχολικά μου χρόνια
ατένιζα επίμονα τη σχάρα της εστίας
γυρεύοντας σημάδια ενός απρόσμενου επισκέπτη
κι ονειρευόμουνα γλυκά με μισάνοιχτο στόμα
το γενέθλιο τόπο μου και την παλιά εκκλησία,
με τις καμπάνες , των φτωχών τη μουσική, να ηχούν
βράδυ πρωί, τις γιορτινές ημέρες, τόσο γλυκά
που με ξεσήκωναν και στοίχειωναν το νου μου
με άγρια χαρά και ο ήχος τους μες στ’ αυτιά μου
έφτανε σαν προμήνυμα όσων θ’ ακολουθούσαν!
Έτσι αποκοιμιόμουνα, καθώς οι ονειροπολήσεις,
γαλήνιες σα νανούρισμα, νέα όνειρα γεννούσαν !
Κι έτσι μελαγχολούσα το επόμενο πρωί
και τρέμοντας μπρος στ’ αυστηρό πρόσωπο του δασκάλου,
χωρίς να βλέπω, κάρφωνα τα μάτια στο βιβλίο:
εκτός και αν μισάνοιγε η πόρτα και κοιτούσα
στα κλεφτά, μα έφτανε η καρδιά μου να σκιρτήσει,
γιατί ακόμα έλπιζα να δω έναν επισκέπτη,
συγχωριανό ή συγγενή, ή την αγαπημένη
αδελφή, συντρόφισσά μου στα νηπιακά παιχνίδια.

Αγαπημένο μου μωρό, που δίπλα μου κοιμάσαι,
και μόλις που ακούγεται η απαλή σου ανάσα
μες στη βαθιά ησυχία, καθώς γεμίζει τα σκόρπια
κενά και τα προσωρινά διαλείμματα της σκέψης!
Μωρό μου τόσο όμορφο, που σκιρτά η καρδιά μου
με γλύκα και αγαλλίαση, έτσι όπως σε κοιτάζω
και σκέφτομαι ότι εσύ τόσο πολλά θα μάθεις,
σε τόσο πολλά μέρη! Γιατί εγώ μεγάλωσα
στην πόλη, φυλακισμένος μέσα σε μουντές στοές
κι άλλη ομορφιά δεν είδα από τον έναστρο ουρανό.
Μα εσύ, μωρό μου, σαν αεράκι θα περιπλανιέσαι
δίπλα σε λίμνες κι αμμουδιές, σ’ απόκρημνες χαράδρες
βουνών αρχαίων και κάτω από σύννεφα μεγάλα
που φτιάχνουν με τον όγκο τους και λίμνες κι αμμουδιές
και ορεινές χαράδρες: έτσι θα δεις τις εξαίσιες
μορφές και θ’ ακούσεις όλους τους νοητούς ήχους
της γλώσσας της αιώνιας, με την οποία μιλάει
ο Θεός σου, που απ’ την αιωνιότητα διδάσκει
Εαυτόν στα πάντα και τα πάντα στον Εαυτό του.
Ο μέγας Δάσκαλος του Κόσμου! Αυτός θα πλάσει
το πνεύμα σου και δίνοντάς του θα το κάνει να ζητά.

Έτσι, όλες οι εποχές θα είναι γλυκές για σένα,
είτε το καλοκαίρι ντύνει ολόκληρη τη γη
με πρασινάδα, είτε ο σπουργίτης κελαηδά επάνω
στο γυμνό και χιονισμένο κλωνάρι της μηλιάς
ενώ η αχυροσκεπή καπνίζει στη λιακάδα∙
είτε κυλούν οι στάλες απ’ το γείσωμα της στέγης
κι ακούγονται μονάχα όταν ο άνεμος κοπάζει,
είτε τελώντας το μυστικό της έργο η παγωνιά
τις αναρτά ψηλά σε σιωπηλούς κρυστάλλους
που λαμπυρίζουν ήσυχα στο ήσυχο φεγγάρι.

SAMUEL TAYLOR COLERIDGE (1772-1834)
απόδοση : Χρύσα Φραγκιαδάκη

το πρωτότυπο στα σχόλια

© CHRISSA FRAGIADAKI , D for Dashes—moonlighting in Amherstland, [2014]

Dash No. 71

Tags

ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΑΣ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
με τον τρόπο των Ιρλανδών του 9ου αιώνα

Τα πουλιά τραγουδούν, τα καλοκαιρινά βράδια.
Ένας θρασύς κοκκινολαίμης ζυγιάζεται στο φουντωτό κλαδί
του χορταριασμένου δέντρου του έξω απ’ το παράθυρό μου,
σφυρίζοντας στον αέρα, και ιδού
μια μαδημένη φάλαγγα από κοράκια
που κροταλίζοντας, φτεροκοπώντας πένθιμα
επαναπατρίζεται στους πιο ψηλούς κλώνους.

Τόσα χρόνια και δεν μπορώ να μεταφράσω
ούτε λέξη απ’ τα λεγόμενά τους, τα σήματα που ανταλλάσσουν.
Μακρές συνεδριάσεις πάνω στα τηλεφωνικά σύρματα:
τιτιβιστοί συναγερμοί, μελωδική μονοτονία,
νότες παραταγμένες πάνω στο πεντάγραμμο,
καθώς των ανθρώπων τα μηνύματα κυλούν ακατάπαυστα
κάτω απ’ τις αρπάγες των νυχιών τους.

JOHN MONTAGUE (1929-2016)
απόδοση: Χρύσα Φραγκιαδάκη


το πρωτότυπο στα σχόλια

© CHRISSA FRAGIADAKI , D for Dashes—moonlighting in Amherstland, [2014]