Ο απογραφέας
Έφτασα για τη δουλειά αργά ένα απόγευμα που φυσούσε
σ’ ένα σπίτι από σανίδες και πισόχαρτο
με ένα δωμάτιο, ένα παράθυρο, μια πόρτα,
το μόνο οίκημα σε μια ερημιά αποψιλωμένη
κάμποσες χιλιάδες εκτάρια γύρω της μες στα βουνά:
Και ακατοίκητο πια από άντρες ή γυναίκες.
(Αν και δεν είχε κατοικηθεί ποτέ από γυναίκες,
οπότε προς τι η στενοχώρια μου;)
Ήρθα σαν απογραφέας στην ερημιά,
για να μετρήσω τους ανθρώπους εδώ και δεν βρήκα κανέναν,
κανέναν στα χιλιάδες εκτάρια, κανέναν στο σπίτι
αυτό το τελευταίο που έφτασα, με κάποιες, όχι σπουδαίες, ελπίδες,
μετά από ώρες που ατένιζα ψηλά απ’ τους γκρεμούς
μιαν αδειοσύνη γδαρμένη ως την πέτρα.
Δε βρήκα κανέναν που να τολμήσει να εμφανιστεί,
κανέναν που να μην κρύβεται απ’ το βλέμμα των απέξω.
Η εποχή ήταν φθινόπωρο, αλλά πώς μπορεί
κανείς να διακρίνει την εποχή του χρόνου όταν κάθε δέντρο
που θα είχε έστω κι ένα φύλλο να ρίξει είχε πέσει το ίδιο
και τίποτα δεν είχε απομείνει εκτός από τον κομμένο κορμό του,
που φανέρωνε τώρα τους δακτυλίους του μες στο γλυκό υγρό τους,
και κάθε δέντρο ήταν το κουφάρι ενός κορμού
χωρίς ούτ’ ένα φύλλο να ξοδεύει στο φθινόπωρο
ή κλαδί να συρίζει μετά το ξόδεμα.
Ίσως ο άνεμος όλο και πιο πολύ χωρίς τη βοήθεια
της ανάσας των δέντρων έλεγε κάτι για την εποχή
του χρόνου ή για τη μέρα με τον τρόπο που λίκνιζε μια πόρτα
μονίμως ξεμαντάλωτη, λες και αγενείς άνθρωποι
έμπαιναν μέσα και καθένας τη βροντούσε πίσω τους
για να την ανοίξει μόνος του ο επόμενος.
Μέτρησα εννιά, δεν είχα δικαίωμα να μετρώ
(Αλλά ήταν σαν σε όνειρο, ένα ανεπίσημο μέτρημα)
πριν γίνω ο δέκατος που περνούσε το κατώφλι
Πού ήταν το βραδινό μου; Που ήταν όλοι;
Καμιά λάμπα δεν ήταν αναμμένη. Τίποτα δεν υπήρχε στο τραπέζι.
Η σόμπα ήταν κρύα –η σόμπα είχε αποσυνδεθεί απ’ την καμινάδα–
και έγερνε από τη μεριά που της έλειπε ένα πόδι.
Οι άνθρωποι που είχαν περάσει την πόρτα με θόρυβο
ήταν άνθρωποι σύμφωνα με τ΄ αυτιά αλλά όχι με τα μάτια.
Δεν κάθονταν με τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι.
Δεν κοιμόντουσαν χωμένοι σε κουκέτες.
Δεν έβλεπα ανθρώπους εκεί, ούτε κι ανθρώπινα κόκαλα.
Οπλίστηκα μήπως πέσω πάνω σε τέτοια κόκαλα
με το μαυρισμένο στειλιάρι ενός τσεκουριού
που μάζεψα από το αχυροστρωμένο πάτωμα.
Πουθενά κόκαλα, μόνο το ξεχαρβαλωμένο παράθυρο κροτάλιζε.
Η πόρτα ήταν ήσυχη επειδή την κρατούσα κλειστή
όσο σκεφτόμουν τι περνούσε απ’ το χέρι μου να κάνω–
για το σπίτι – για τους ανθρώπους που δεν ήταν εκεί.
Το σπίτι που σάπισε μέσα σ’ ένα μόνο χρόνο
με γέμιζε λύπη όχι λιγότερη απ’ ό,τι τα σπίτια
που είχαν καταρρεύσει μέσα σε δέκα χιλιάδες χρόνια
εκεί που η Ασία μπαίνει σφήνα ανάμεσα σε Αφρική και Ευρώπη.
Τίποτα δεν έμενε να κάνω, απ’ όσο έβλεπα
εκτός απ’ το να βρω πως δεν υπήρχε κανείς εκεί
και να δηλώσω στους γκρεμούς που η ηχώ τους δεν έφτανε ως εδώ,
«Το μέρος είναι έρημο κι όποιος παραμονεύει
στη σιωπή, αν μέσα της θλίβεται,
ας σπάσει τώρα τη σιωπή αλλιώς ας σωπάσει για πάντα.
Ας πει γιατί δεν πρέπει να δηλωθεί έτσι».
Η μελαγχολία να πρέπει να μετράς ψυχές
εκεί που όλο και λιγοστεύουν κάθε χρόνο,
είναι απόλυτη εκεί που εξαφανίζονται εντελώς.
Είναι μάλλον που θέλω η ζωή να ζει αδιάκοπα.
ROBERT FROST (1874-1963)
απόδοση: Χρύσα Φραγκιαδάκη
το πρωτότυπο στα σχόλια
© CHRISSA FRAGIADAKI , D for Dashes—moonlighting in Amherstland, [2014