- 2020
Καντηλάκια-Έκανε όλες τις δουλειές που της προκύπταν-Να κουβαλάει στην αγορά στοίβες
καφάσια-Και να νομίζει πως δουλεύει σε χωράφια-Που φορτωμένα με λεμόνια και κεράσια-Ή σε
γραφεία σκοτεινά της Ομονοίας-Τα βυθισμένα στις στοές δίχως μια γρίλια-Και να νομίζει ότι
εργαζόταν στη Σελήνη-Με φως που ερχόταν από άλλο Γαλαξία-Μα πιο πολύ απ' τις δουλειές της
προτιμούσε-Στα κοιμητήρια να ανάβει καντηλάκια-Για όσους δεν δύνανται απ' το γήρας ή απ'
αρρώστια-Να πάν' εκείνοι και πολύ αργοπορούσαν-Των τεθνεώτων οι ψυχές να φωτιστούνε-Έτσι
τις φώτιζε εκείνη και μιλούσε-Σαν τη συγγένισσα σε άγνωστους ανθρώπους-Που του Κενού την Πόρτα
είχανε περάσει-Άλλοι νεότεροι-Κι άλλοι ηλικιωμένοι-Όλοι στο Σύμπαν που επιστρέφουμε μονάχοι-
Και σαν τελείωνε-Μια απέραντη γαλήνη-Μακριά απ' τον κόσμο της ζωής μα και της βίας-Λες και
στον τόπο του θανάτου-Κανείς φόβος-Ούτε μια νύξη απανθρωπιάς και κακουργίας-Ώσπου στο τέλος
τη Μητρόπολη αφήνει-Σε ένα νησί βρίσκει ένα δρόμο να απομείνει-Μπαλώνει δίχτυα σε μια τράτα
και ψαρεύει-Μαθαίνει ανέμους να μπορεί να ταξιδεύει-Σαν να να' ναι αδέρφια της μικρά που
προστατεύει-Μαΐστρος- Ζέφυρος-Βορέας και Αργέστης-Μα πάντα έχει στο μυαλό τα καντηλάκια-Που
χρόνια άναβε-Στο σούρουπο-Και εκοίτα-Να τρεμοσβήνουν απ' τον άνεμο που εφύσα-Ψυχές
ανθρώπων που δεν ήξερε-Αλλ' αγάπα-Να τις φωτίζει έστω με το δικό της χέρι-Έκανε όλες τις
δουλειές που της προκύπταν-Να κουβαλάει στην αγορά στοίβες καφάσια-Και να νομίζει πως
δουλεύει σε χωράφια-Που φορτωμένα με λεμόνια και κεράσια-Ή σε γραφεία σκοτεινά της
Ομονοίας–Τα βυθισμένα στις στοές δίχως μια γρίλια-Και να νομίζει ότι εργαζόταν στη Σελήνη-Με
φως που ερχόταν από άλλο Γαλαξία-
Κάθαρμα, Οδός Πανός, 2020