Σού 'κρυβε την όψη του φονιά

Λιώναν με τις μπότες το χορτάρι
2021

μνήμη Ελένης Τοπαλούδη

 

 

Εδώ κι ένα χρόνο κοιμάσαι κάτω απ’ το χώμα.
Δεν ξυπνάς και δεν ακούς το θρήνο των δικών σου.
Αμάν! Τι βλέπω; Διόλου αλλόκοτο το βλέμμα σου δεν είναι.
Με λένε Μπαλτά… ακούστε με, έχω συγκλονιστεί.
Οι λόγοι; Δεν είστε η πρώτη που ’χετε φονευτεί
και μου θυμίζετε τη μικρή μου αδελφή. Μου ’πε:
θα μπορούσε και σ’ εμένα να μου ’χε τύχει.
Ναι, θα μπορούσε και στη μικρή μου αδελφή να τύχει. 

  

Να περπατήσουμε μαζί. Τα βράδια δίνω μάχη για να βγω
έξω από της χαύνωσης το χρόνο τον κακό. Όμως,
πλην της χαύνωσης υπάρχει κι η Ντροπή.
Ως κι ο Θάνατος εντράπηκε με τέτοιο θάνατο. Ήρθε
παρά τη θέλησή του και κοίταζε κατάπληκτος τις κτηνωδίες.
Ποιος είμαι κι εγώ και να γράψω τι; Αλλά κι εσύ,
βγήκες έξω για να μάθεις, τι λένε για τα θλιβερά οι ζωντανοί.
Ναι, για να μάθεις, τι λένε για τα θλιβερά οι ζωντανοί.

 

Τώρα είμαι στου ψυχολόγου Μαμαλιάρη.
Φίλος, και δεν έχει τύχει να τον χρειαστώ ποτέ.
Ακούς; Η γραμματέας δε σταματά να κλείνει ραντεβού.
Δεν ντρέπεται ο φόρος, ούτε αστειεύεται η απόλυση
γι’ αυτό και τέτοια ζήτηση από ψυχές και ψυχές.
Ναι, τέτοια ζήτηση από ψυχές και ψυχές.

 

Πως είναι μη κατορθωτό ν’ αντιληφθούμε
της παραφροσύνης τη σπορά. Άσε που
σε κάποια βρέφη έχει ήδη φυτευτεί. Έτσι λέει,
και με κοιτά μ’ ένα βλέμμα που το μάταιο δηλώνει.
Όχι, δε μ’ αρέσει το βλέμμα που το μάταιο δηλώνει.

 

Στου κινητού μου την οθόνη − να τι διαβάζω:
ότι ήσουν λαθρολάγνα. Μάλιστα. Ότι σε βίαζαν
και σε χτύπαγαν λυγίζοντας την αντίστασή σου
κι ότι σε σήκωσαν και σε πέταξαν στη θάλασσα;
Έλα, δε χάνω χρόνο με φασίστες και αισχρούς.
Όχι, δε χάνω χρόνο με φασίστες και αισχρούς.

 

Να και το πάρκο. Ναι, είναι όμορφα πολύ να βλέπεις
στις τραμπάλες και στις τσουλήθρες τα παιδιά.
Βρίσκω και το φίλο μου το Φάνη.
− Πού να βρεις την όρεξη και την τροφή,
να δράσεις για να κερδίσεις, τι;
Μόνο να φροντίζεις για το δικό σου το κορίτσι.

 

− Όχι, του λέω, δεν αρκεί.
Γι’ αυτό κι η μοναξιά, ναι η μοναξιά
σού ’κρυβε, Ελένη, την όψη του φονιά.
Χμμ… σού ’κρυβε την όψη του φονιά.

 

Όσο σε χτυπούσαν, είμαι σίγουρος
ότι το σίδερο θα πήρε έκφραση
ακραίας διάψευσης και πόνου,
διότι τα χέρια που το φτιάξανε
δεν το ’χανε για τέτοια χρήση.
Όπως και το σπίτι και το βαν
κι όλοι του νησιού οι δρόμοι –
που ’χουμε σκορπίσει όλοι
και δεν έτυχε ούτε μ’ έναν
από μας να περπατήσεις.

 

Ναι, η πείρα λέει πως θα γλίτωνες
αν έστω κι ένας πρόσεχε
την παγίδα που σου ’χαν στήσει.

 

Βγήκε σε καλό που περπατήσαμε μαζί.
Να που φτάσαμε − ποιος να το ’ξερε
στην πύλη του σπιτιού σου.
Σε αφήνω· ξημερώνει
και θα φανεί
στου φύλακα το μάτι
                   ύποπτο.

 

      Λιώναν με τις μπότες το χορτάρι, Ενύπνιο, 2021

 

 

Περισσότερα από τον/την Μηλιώτης Παναγιώτης

Με την ευγενική υποστήριξη:
ΙΔΡΥΜΑ ΙΩΑΝΝΟΥ Φ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

©2015-2024 poets.gr |

Επιμέλεια: Μάνια Μεζίτη

poets.gr

Χρονολογικά

Αλφαβητικά