Σάλτο μορτάλε

Σάλτο μορτάλε
2017

Δύο δεκαετίες ολόκληρες
και κάτι
βούλιαζα στη σιωπή και στην ακινησία.
Οριζοντιωμένη σ' ένα λευκό νεκροκρέβατο
με βλέμμα σφαλιστό
πόδια ανήμπορα
και κουρασμένα
πιο νεκρά κι από νεκρά.
Χέρια που είχαν ατροφήσει
παρατημένα δίπλα από τη μέση μου.

(Στο μεταξύ,
ανάγκες, επικίνδυνες τάσεις, δίκτυα με διπλάσιες ταχύτητες, εγχειρίδια αυτοβελτίωσης, δελτία εκτάκτων ειδήσεων σε μαύρα μεσάνυχτα, αμφίβολα ποσοστά, φευγάτες μόδες, αμέτρητα βάιραλ, διαδοχικά χιτς το λεπτό, έξυπνα κινητά, δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, ισχύουσες διατάξεις στην κίνηση κεφαλαίων, μικρά βιαστικά γράμματα, πι έιτζ ντι, σούπερ φούντς, αναλύτικς,

ο κάθε κατάλογος των ικέα, βίντεο κλήσεις, η επισκεψιμότητα αυτοπροσώπως, δεκαήμερα προσφορών, μπεστ σέλλερζ, παγκόσμιες πρώτες προβολές, ονλάιν παραγγελίες και εγγραφές, μπροστινές κάμερες, πολυεθνικές, νουμεράδες, τσάρττς,

νεογνά, μελλοθάνατοι
ζωντανοί νεκροί
ολα πληρωμένα και ινκλούσιβ
για μαγευτικούς προορισμούς
σε ξωτικά θέρετρα
με χαιρετούσαν με οίκτο
προσπερνώντας με
πίσω από καλογυαλισμένες τζαμαρίες
σα να ήμουνα θλιμμένη πολύτεκνη ταμείας
σε συνοικιακό σούπερ μάρκετ.
Όλοι τους κάτι είχαν κανονίσει,
κάπου να πάνε για μετά.)
Λίγο πριν με βγάλουν από την πρίζα,
πείσμα σε όλους,
θα φταίει ο παππούς μου
που ορκιζόταν στην κομμούνα
και από πείσμα κι αυτός
της κληροδότησε το κουφάρι του
ή ότι μικρή ήμουν εσκεμμένο πνεύμα αντιλογίας,
με καβάτζα πάντα μία λέξη για το τέλος,
ίσως το φυσικό επακόλουθο,
το αναπόφευκτο ντι εν έι.
Μπορεί η μυρωδιά
από τα σήματα καπνού που μου ήρθανε
όταν έπαιζες
και άναβες φωτιές στην πόλη με τους φίλους σου.
Πείσμα σε όλους λοιπόν
μάζεψα τα κομμάτια μου,
το γαζωμένο μου μυαλό
της νιότης το κορμί μου
και καθυστερημένα
αποφάσισα να προσδιορίσω την ελπίδα.
Πείσμα σε όλους
ξεκίνησα να μετράω αντίστροφα.
Ένα.
Ανοίγω τα μάτια
-πριν με πλακώσει για τα καλά το σεντόνι κι ο χρόνος-
και μέσα από το θολωμένο φως
είσαι το πρώτο πράγμα που βλέπω μπροστά μου.
Με ένα αερόστατο μαύρο
από αέρα γεμάτο
να σου αγκαλιάζει τις πλάτες
-πετάμε για κάπου;-
Σκέφτομαι πως είσαι
ο γιατρός που φορτώθηκε να με αναλάβει.
Μα δεν μπορεί
γιατί το πειρατικό σου μάτι
χαϊδεύει με καλoσύνη την αδυναμία μου.

Δεν έχεις βρώμικη ρόμπα
ούτε γάντια.
Εσύ φοράς πανοπλία,
αστικός ιππότης
με ξεσκισμένο μπλουτζίν.
Έχεις στην αγκαλιά σου
ένα μάτσο βιβλία
ενώ η φούχτα σου
στραγγίζει τη λάβα
που στάζει από τα γραφτά σου
κατευθείαν στο παγωμένο πλακάκι
και τους γαμάει όντως την Παναγιά.
Γλιστράω πάνω της, σκοντάφτω
και μου αλλάζει τα φώτα
-αυτά της πορείας-.
Δε μιλάς για χημεία
παρά λες «σουξεδάκι»
-Τα χέρια μου
σώζουν στο παρατσάκ τη ζωή μου.
Ένα εκκρεμές
με πόδια στον αέρα,
ζυγιάζομαι κι αναρωτιέμαι
τι θα μου κοστίσει περισσότερο:
«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ»;
Ενώ τα δάχτυλα μου υποκύπτουν
γλιστρώντας πάνω
στην πιο ψηλή γραμμή του ξι σου-.

Κάτι μου θυμίζεις,
αλλά αποκλείεται να σε ξέρω.
Σε έχω όμως σίγουρα ξαναδεί.
Ίσως περνώντας κάτω απ’τη γέφυρα
η φωνή μου συνάντησε τη δική σου.
Ίσως στο ατελείωτο τούνελ,
να ήσουν κι εσύ.
Σε έναν από τους πλανήτες
που προσγειώθηκα,
τα παράλληλα σύμπαντα,
τις πολλαπλές πραγματικότητες
που με διαπέρασαν.
Ίσως στο μεσαίωνα
-που το παραδέχομαι,
μόλις εφέτο ντεραπάρισε-
όταν έκαιγα μάγισσες.
Και εσύ,
εσύ τι έκανες στο μεσαίωνα;
Πήρα τον ανεξίτηλο μαρκαδόρο
κι ας δείλιαζε το δάχτυλο
που ήταν άμαθο
στο χέρι μου το ζερβό
-έχει σημασία-
και έγραψα κάτω από το διακόπτη του θερμοσίφωνα
στο γενικό του ηλεκτρικού
«γιουτόπια».
Έτσι παιδικά
σχεδίασα τα θεμέλια
πάνω στα οποία θα χτίσω τη ζωή μου.
Μεταξύ ακόμη ύπνου και ξύπνιου
και πριν βαφτίσω το κεφάλι μου
κάτω από την παγωμένη βρύση,
κάνω το πρωινό μου είδωλλο σμπαράλλια.
Καίω φουστάνια, παπούτσια
βιβλιάρια υγείας
μαθητικά βιβλία λογοτεχνίας και ιστορίας.

- Ποιος νοιάζεται για την υγεία όταν δεν έχει ζωή;
Ποιος νοιάζεται για τις λέξεις όταν δεν έχει ποίηση;
Ποιος νοιάζεται για ημερομηνίες όταν δεν έχει μνήμη; -

Κι αγράμματη πια
με μυαλό απελέκητο

αποποιούμαι κάθε σημείο στίξης τους
Κλειδώνομαι έξω από το πατρικό μου
ενώ τους τη σκάω από το παράθυρο
κι αυτοεξόριστη
δραπέτης της βολεψιάς μου
φυγάς
με τη λέξη ΕΞΑΙΡΕΣΗ σε κόκκινη κλωστή
ραμμένη στο κούτελο να αναβοσβήνει
λιποτάκτης του εαυτού μου
πουλημένο σιγουράκι
παίρνω το δρόμο με τα πόδια
Πώς πάνε οι άλλοι
εγώ ανάποδα
Προσπερνώντας ξυστά
βιτρίνες ζαχαροπλαστείων
τραπεζών
αντιπροσωπειών
στριπτιτζάδικων

Ουρλιάζω σολάροντας
σε ένα κοντσέρτο γκρόσο
με τον ήχο της σιωπής
της σειρήνας του ασθενοφόρου
του σκουπιδιάρικου
των κλειστών πατζουριών
του αλάρμ στο πιεσόμετρο της μάνας
του πατέρα
να με ρωτάει πού είμαι
αντί για ποια
Tων κουμπιών στην αριθμομηχανή της ιδιοχτησίας
που ξερνάει χαρτί με λάθος υπολογισμούς
γιατι είμαι μηδενικό στο τέλος
που δε μετρήθηκε
Zαλισμένων τακουνιών
πρώτο τραπέζι πίστα
Ανυπόμονης και επίμονης κόρνας ταρίφα
Περιπολικού τακάκι
Φωνής στην επόμενη στάση
Ποδοβολητό μπότας ματατζή
σε πεζοδρόμιο της 3ης Σεπτεμβρίου
που προσπαθούν να με συμμορφώσουν στο τέμπο

Πλέον ξέρω πως τα ραδιόφωνα
τραγουδάνε ενα σωρό μαλακίες
γι αυτό εμπιστεύομαι μόνο αποδημητικά πουλιά
τον αντίλαλο στις πορείες
ξενόγλωσσους φόβους
ψιθύρους σε στοές
νυχτερινά νταραβέρια
κραυγές στα κελιά
πού και πού παρεμβολές στον ασύρματο
από τον χτύπο της καρδιάς μου

Πλέον ξέρω
πως το φως πηγάζει
κάπου πιο πάνω
από τη τσιμεντένια κολώνα της ΔΕΗ
Και αλήθεια σου το λέω
δε μου καίγεται καρφί
που σαν απόκληρος γυρίζω
σε κάθε πιθανή γωνία
ενός παγκόσμιου χάρτη
που έχει τουμπάρει
γιατί ειμαι πέτρα καμωμένη
από υλικό αστρικό
με ουρανό απέραντο
και στόχο υψωμένη
ζυμωμένη από όλα τα δίκια και την αδικία του κόσμου
Ξέφρενο βεγγαλικό κατακόκκινο
γυμνό και ξυπόλιτο
με τρία ευρώ το κιλό τομάρι από την Ομόνοια
που κάνω στροφές
μέσα σε κουρασμένες παλάμες
στους καπνούς και στα αποκαΐδια μου
σκορπώντας αμέτρητα μικροσκοπικά αστέρια
βαρώντας σου σινιάλα
επιτέλους ζητωκραυγάζοντας
πως
Είμαι ελεύθερη
Είμαι ελεύθερη
Σε πέντε
Τέσσερα
Τρία
Δύο
Ένα

δε θα χω ανάγκη ούτε εσένα
ούτε κανέναν

Σε πέντε
Τέσσερα
Τρία
Δύο
Ένα

σάλτο και σαλτάρω μορτάλε

Βουτάω και μόνη μου

 

     Σάλτο μορτάλε, Φανζίν, Ιανουάριος, 2017 

Περισσότερα από τον/την Μάτα Λίτου

Με την ευγενική υποστήριξη:
ΙΔΡΥΜΑ ΙΩΑΝΝΟΥ Φ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

©2015-2024 poets.gr |

Επιμέλεια: Μάνια Μεζίτη

poets.gr

Χρονολογικά

Αλφαβητικά