- 2024
Να ξέρεις πως ολόκληρο το απόγευμα
η μόνη εξέλιξη θα είναι η λάμψη των ματιών σου
μέσα στις συκαμιές και στα αντίρρηνα
τα φυτρωμένα στα πετρόχτιστα στενά.
***
Θα σ’ έπαιρνα απ’ το χέρι εκεί που κάποτε
υπήρχε δάσος δρυών
και οι παλιές γυναίκες
σαν γυρνούσαν απ’ τα σπιτικά στη Σμύρνη απέναντι
όπου ξενόπλεναν για πρέσβεις γιάνκιδες
και Ανδριώτες της διασποράς καλοβαλμένους
σπέρναν παιδιά πέντε κι επτά κι οκτώ
και κινούσανε στις αιμασιές κρυφά
να κουβαλήσουν βάρητα για να πέσει
το ένατο. Το κατά λάθος
***
Συνηθίσαμε να καίμε στην αυλή μπαούλα
σαρακοφαγωμένα κάδρα φούστες της γιαγιάς
τις φωτογραφίες της κάσας θείων μακρινών
κρατήσαμε
το κασελάκι των εργαλείων, πεταμένο στο χωράφι
του γιου που έμαθε τσαγκάρης
κι από γεννησιμιού του βόσκαγε τα ζώα
μέχρι την εφηβεία άρμεγε στου Αλαμανού με το αγόρι
της κυρά Αντριάνας και καμιά φορά
όπως το τσαγκαρόπουλο τον κούρδιζε
και τονε ακουμπούσε
κατεβάζαν τα κουρέλια μέσα στη σπηλιά
και φαίνονταν δύο ζευγάρια πάλευκα πισινάκια
σαν κόκαλα σουπιάς στο βότσαλο.
Αυτά στον μεσοπόλεμο. Και το παχύ το αγόρι
ψηλός και ροδαλός άντρακλας μέχρι κει πάνω
μπαρκάρισε και μες σε τρία χρόνια
χτύπησε τα μέσα του στο βαπόρι. Ατύχημα γερό
κι από τότε καλό δεν είχε
δεν υπήρχαν και τα μέσα τότες
και καταλαβαίνεις...
Τον άλλονε τον βρήκε πιο καλά η μοίρα
θες που ‘κοβε λεμονόφυλλα να τα ραίνει
ο παπάς στην εκκλησία
θες που στον ποδόγυρο είχε το μυαλό
ποτέ του στη δουλειά δεν ράγισε τον θώρακα
κι έφτασε στα βαθιά γεράματα με μπόλικο παραδάκι.
***
Η Κατερίνα τα ‘χει χάσει
και χτυπάει την πόρτα τέσσερις και τριάντα επτά ξημέρωμα
στο σπίτι που λάμβανε τα καραβίσια γράμματα
κάθε δύο μήνες.
Τα φώτα ανάβουνε
ο σοροκολεβάντες να σκαλίζει το λευκό μαλλί
κατεβαίνουνε οι ένοικοι
την εσωτερική πέτρινη σκάλα
και ξεκλειδώνουν μέχρι τις βαθιές ρυτίδες
κι ως τον πεθαμένο σύζυγο δύο γενιές πιο πίσω.
Μες στην κακοβαλμένη ρόμπα της
τους κοίτα χλομά
ώστε οι νεαροί τουρίστες
γράψανε κριτική αργότερα
αρκούντως σαστισμένοι.
***
Όσο αρχινά το σούρουπο
και το πορτοκαλόχρωμα πήρε να χαθεί
καθώς πελάτες σ’ επαρχιακό οβελιστήριο
προχωράμε στα σκαλιά και βλέπω
στα πόδια τον σφυγμό, τη σάρκα σου που κυματίζει.
Είμαι ριζωμένος στο τοπίο, με κρατάς
το χαμόγελο δεν χάνει φως.
Ίσως φύγεις στο εξωτερικό, Θράκα, 2024
Περισσότερα από τον/την Κουτσοδόντης Νικόλας
-
Ίσως φύγεις στο εξωτερικό