- 2019
για χρόνια δεν μας πείραζαν οι πεθαμένοι
χώνονταν ένας ένας στη γη
και αποκεί
σαν ήταν φρέσκοι μάς χαιρετούσαν συχνά
μέσα στον ύπνο μάς επισκέπτονταν αιφνίδια
με άδεια χέρια
πτωχοί ζητιάνοι μνήμης.
η φωνή τους
το βλέμμα και η εμφάνισή τους
στην πόρτα μας
άλλοτε τρόμαζε
και άλλοτε παρηγορούσε.
κατόπιν τους κατάπινε το κενό.
απομακρύνονταν.
έφευγαν όλο και πιο μακριά
συγχωνεύονταν στην ανυπαρξία
του υπόλοιπου
περιβάλλοντος σύμπαντος
που ούτε γνωρίζουμε
ούτε μπορούμε να συλλάβουμε
πως υπάρχει.
σκιές ονείρου μακρινές
και τις ξεχνούσαμε.
αλλά δεν έπαυε
να χτυπάει το αίμα τους
στο πιο βαθύ μέσα.
ίδιες παραξενιές - ίδια φερσίματα
και τα καμώματα τα ξεχασμένα
ήταν ακόμα και δικά μας
ή μοναχά δικά τους;
για χρόνια δεν μας πείραζαν οι πεθαμένοι
μέχρι ν' αρχίσουν οι πόνοι
κι οι αγάπες.
αυτά τους ξυπνούσαν
κι άπλωναν πάλι τα χέρια
προς εμάς
και τη νύχτα
στο τραγούδι από το πουθενά.
ήταν δικό τους το πουθενά.
μέσα στο τώρα και το εδώ
το δικό μας.
αίμα και χώμα και σάρκα και κόκαλα.
και καρδιά κοινή να χτυπά στον αιώνα των αιώνων.
Χίμαιρα, Καστανιώτης, 2019