- 2017
Ξημέρωνε και το πρόσωπό μου κιόλας υγρό καθρεφτι-
ζόταν στον ήλιο. Γιατί αυτό το πρόσωπο ήμουν εγώ;
Ετούτα τα μάτια ετούτο το στόμα ετούτα τα χείλη όλ’
από άμμο γιατί ήμουν εγώ; Η άμμος γιατί ήτανε άμμος
κι ετούτη η κουφόβραση ένυλη που με κύκλωνε από
παντού γιατί δεν ήτανε άμμος; Ετούτη η τρύπα στον
ουρανό που ήτανε φως και λάβα φωτιά και με ρουφού-
σε σαν ψίχουλο κι εγώ γαντζωνόμουν από τις αντιστά-
σεις μου στην κατάποση γιατί ήτανε ήλιος, ήλιος γιατί
σε λέγαν ζωή; Δεν μπορούσα να καταλάβω και δεν πε-
ρίμενα από κανέναν να μου το εξηγήσει. Μόνο περπά-
ταγα. Χαράκων’ η άμμος με το μαχαίρι τα μάγουλά μου
λάξευε τα χαρακτηριστικά μου. Έμενε ένα καινούργιο
πρόσωπο σπασμένα όστρακα στην άμμο.
Άπλωνε η άμμος μι’ ανύπαρκτη θάλασσα και στέγνων’
η αγκαλιά μου.
Κατρακυλούσα το κύμα και γαντζωνόμουν την αγωνία.
Έπρεπε να μάθω να περπατώ με τα δύο να τρέχω να
μη μπουσουλώ.
Τα παραμύθια της έρημος, Κέδρος, 2017