Γιώργος Θέμελης, Απογύμνωση

Κανείς δεν το περίμενε
Το κρύο και τη βροχή
Η νύχτα κάνει πιο βαθιές
τις χαραμάδες
Μαζεύεται κόσμος
και γελά χαζεύοντας
απ’ όλες τις μεριές
Ζώα φυλακισμένα
Άδεια καθίσματα παλιά
Ένα κομμένο κεφάλι που ξεφωνίζει
Ο απέραντος τοίχος με το καρφί
και το γκρεμισμένο παράθυρο
Ψάχνω να βρω ένα ρούχο
Ένα σκέτο πανί
Το σκέπασμα της νύχτας
Περνάει ο άνεμος
φορτωμένος μιλήματα
περιστέρια και μάτια
Έρχεται απ’ την άλλη μεριά
Πέρ’ απ’ τη θάλασσα
την πόρτα τ’ ουρανού
Πάνω από κάθε ύψος
Αρχίζει η μοναξιά

Πέννυ Μηλιά, Χρυσόμυγα 

Πάλι έδεσα τα πόδια μου
Στην κλωστή σου

Δεν θα κάνω παιδιά
Υπνωτίζουν

Δεν θα έχω χαλιά
Καταπίνουν τις σκέψεις μου

Τα κρεβάτια αιχμαλωτίζουν το σώμα
Αιώνια θα ξαπλώνω

Η τηλεόραση επιπλέει
Δίχως να γεννά
Καμία ανάγκη για αγάπη

Δεν θα έχω βιβλία
Ξεραίνεται μέσα τους η αλήθεια
Όπως στα φυτολόγια

Θα έχω μόνο πόδια
Να τρέχω μακριά
Από όσα χρειάζομαι

*Από το βιβλίο “Ομάδα από ποίηση”, εκδ. Γαβριηλίδης.

Πόπη Αρωνιάδα, Ύμνοι σε τόνους γκρι

Βαθιά ανάσα
σφίγγει η θηλιά
κλωτσιά στο σκαμπό
οι μύτες των ποδιών
δεν ακουμπούν τη γη
ρεύση ροής
όλα γύρω γκρι.
Στα δευτερόλεπτα του γκρι
κύκλοι ομόκεντροι
με ψαλμωδίες λυτρωτικές
πλημμυρίζουν
το πέρασμα.

Πλάγιος πρώτος.
Η ευγένεια είναι παρδαλή
κερδίζει την ψυχή
δίνει χαρά
αδυνατεί να δώσει
το φως του λευκού
το βαθύ πένθος
του μαύρου.
.
Πλάγιος δεύτερος.
Η τέχνη
δεν αποτελεί προσποίηση
αλλά πράξη καθολική
και γίγνεσθαι
δεν ψεύδεται
πληγώνει βαθιά
τον εγωισμό
καθίσταται κοινωνική.
.
Ήχος τρίτος
περί ευγνωμοσύνης
παντοδύναμης
έναντι θεού και ανθρώπων
προσκύνημα
στον δρόμο του θαύματος
επίγνωση
θνητότητας κοινής
ευχαριστίες
για την ευκαιρία
της βίωσης.

Χάρης Μελιτάς, Ανάξιος λόγου

στην Κατερίνα Γώγου

Ήθελα να ‘γραφα όπως η Γώγου
όμως ποτέ δεν φίλησα τη θάλασσα
ούτε που βούτηξα να σώσω έναν αθώο.
Δεν έστησα ποιήματα στους τοίχους
δεν έψησα βουτήματα με άρωμα φωτιάς
καλώντας τις απέναντι ασπίδες για καφέ
στα οδοφράγματα.
Δεν σήκωσα ποτέ μου ένα λάβαρο
ένα κομμάτι ουρανό
ένα παιδί στις πλάτες.

Ήθελα να ‘γραφα όπως η Γώγου
όμως είμαι πολύ κοντός για να την φτάσω
ας σκαρφαλώνω σε βραβεία βλοσυρά
σε λίστες με τακούνια δωδεκάποντα
σε παχυλά βιβλία ενοχών
από νιφάδες φόβου.

Ήθελα να’ γραφα όπως η Γώγου
να μην καμώνομαι πως είμαι ποιητής.

Τάκης Σινόπουλος, Το παράθυρο

Φράξαμε το παράθυρο, ο αέρας φύσαγε απ’ το σκουπιδότοπο, τι
πήραμε; τι χάσαμε;
Περπατώντας αμίλητοι σε τούτα τα δύσκολα, τ’ ασυνάρτητα
χρόνια.
Υπήρχε η κάμαρα, τόση απογύμνωση. Στον τοίχο η λάμπα και το φως φωτίζοντας
πότε το πρόσωπο πότε το ψέμα.
Τη στρίψαμε κατά την εποχή της μνήμης.
Μονάχα ένα μικρό ποτάμι, τ’ όνομά του χαμένο στη σιωπή των
άμμων.
Κλείσαμε το παράθυρο. Το χώμα απέξω ανάστατο και το δέντρο παραμιλώντας με το
μισό φεγγάρι.
Μέσα απ’ το όνειρο έβγαινε, βαρύ με τη φοβέρα του, τ’ αληθινό
φεγγάρι.

*Από τη συλλογή “Πέτρες”, 1972.

Γρηγόρης Σακαλής, Ουράνια κι επίγεια Εδέμ

Κανείς δεν θα κερδίσει
τον Παράδεισο
όχι γιατί είναι όλοι κακοί
αλλά γιατί στον ουρανό
δεν υπάρχει
και στη γη
όπου υπάρχουν πιθανότητες
είναι πολύ δύσκολο
να πραγματωθεί
εξαιτίας του εγωισμού
του υπέρμετρου εγώ του καθενός
που δεν αφήνει
τίποτα συλλογικό
ν΄ ανθίσει και να ριζώσει
έτσι η εξουσία και οι πατσαβούρες της
αλωνίζουν ανενόχλητα.

Escandar Algeet, Θα χρειαστούμε τη βροχή

Θα χρειαστούμε τη βροχή
για να’ ναι όλα δυσφορία
και για να γεμίσει εμπόδια η αγέλη,
για να βραχούμε με αλήθεια
και ώσπου στην αστυνομία
να γεμίσει τις διαρροές τους η ντροπή
και η ψυχή
και θα χρειαστεί για να έρθουν
στον καταρρακτώδη δημόσιο λόγο
η πολυτέλεια και τα προνόμια
αυτών που ναι έχουν πολλά να χάσουν
και να μουσκευτούν με πότισμα οι φόβοι
αυτών που, ηττημένοι ήδη, μόνο να κερδίσουν τους απομένει,
θα χρειαστεί η βροχή
της κάθε Παρασκευής
να αμαυρώνει αυτή την πόλη
που στριφογυρίζει ανάμεσα σε σκαλωσιές
για να καθαρίσει τον αμετάκλητο εμετό
προσώπων που περπατούν με το κεφάλι κάτω,
θα χρειαστεί
η βροχή που θα’ ρθει να μας καταβρέξει
για να μην ξεχάσουμε
πως ποτέ δεν υπήρξε εκείνο το θαύμα
των άρτων και των ιχθύων: αυτοί που θέλησαν να καταφέρουν κάτι
έπρεπε να κηλιδωθούν ως το λαιμό
και να τραβήξουν κουπί ανάμεσα στη λάσπη και το βούρκο,
και να κολυμπήσουν ενάντια σ’ ένα ρεύμα
που φώναζε: ποτέ δεν θα τα καταφέρεις
ποτέ ποτέ
και θα είναι αυτή η βροχή
θα έρθει σαν τυφώνας
ερεθισμένος από πάγο
με τις γροθιές κλειστές
να πλημμυρίσει με την αλμυρή ανάσα του
ο σάπιος γυάλινος τοίχος
απ’ όπου η πραγματικότητα
ήταν απλά ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα.
Θα χρειαστούμε αυτή τη βροχή
κι αυτές που είναι να’ ρθουν
για να κρίνουμε αυτούς που γελούσαν τις αδικίες
αυτών των από πάντα
και ν’ αφήσουμε επιτέλους καθαρούς
τους αμφισβλητροειδείς αυτών που είδαν
να καίγεται σε φλόγες
και να πέφτει στα συντρίμμια
η αξιοπρέπεια των γενναίων.
Θα χρειαστεί αυτή η βροχή
Γιατί είναι εκείνη των δικών μας ματιών
γεμάτων με οργή
και με μίσος
να κλαίνε γιατί αυτός ο σκατόκοσμος
μας πονάει
και δεν έχουμε άλλα όπλα από τις λέξεις μας
κι αυτή τη βροχή από δάκρυα
πυρακτωμένα.

*Μετάφραση: nathalie.
**Από εδώ: https://universo2666.blogspot.com/2020/04/blog-post.html

Λεωνίδας Καζάσης, Da quale binario parte il treno?*

Αγέρας διεκδίκησε
κι η ταλαιπώρια ανεβλήθη.
Των ενστίκτων αβίαστη βία!
Αέναη προσήλωση,
φρικτή ομορφιά της συνήθειας.
Όλεθρε αποχή γυναίκεια!
Πώς να φιλιώσω την εξόντωση;

*

Στην έξοδο! Στην έξοδο!
Αυτός δεν είναι τόπος!
Χωρίς δένδρα, δίχως νερά,
χωρίς φιλιά εφήβων σ’ απόμερα ανταμώματα.
Στην έξοδο!
Στον τόπο των ανθρώπων λοιδορούνται,
ο άνδρας που δεν κατέχει χρήμα, εξουσία
και η γυναίκα εκείνη που διεφύλαξε τον ερωτισμό της.

*

Σε δώμα απέριττο, ένα κερί σ’ ένα τραπέζι επάνω,
φέγγει την θλιμμένη σου όψη.
Τα μαλλιά σου αγγίζω, το μέτωπο, τα χείλη,
ξεκουμπώνω το πουκάμισό σου, που το αφήνω στο τραπέζι,
τα στήθη σου ελευθερώνονται!
Ξεκουμπώνω το παντελόνι σου, το τραβώ προς τα κάτω,
το αφήνω κι αυτό στο τραπέζι,
κατεβάζω το εσώρουχό σου, είσαι πλέον γυμνή.
Κοιτώντας την γυμνότητά σου, ανοίγω την πόρτα˙
αμέτοχη στο κατώφλι στέκεσαι˙
πηδώ από το μπαλκόνι,
αναγκάζοντας την συγκυρία,
την ψύχρα σου να εκβιάσει.

*

Στους γονατισμένους που τις ζωές τους εκχωρούν,
υποκλίνονται εκείνοι που επιδιώκουν να τους διαφεντέψουν.

Ένα αγόρι μ’ένα κορίτσι φιλιούνται στης αμμουδιάς την βάτο.
Με την μνήμη, με τον λόγο ταρακουνώ
απλωμένες επιθυμίες ανεκπλήρωτες.
«Και να αυτοπυρποληθείς δεν σε συγχωρώ»˙ η σεφεριάδα αρχαιολόγος απήντησε».
«Πολύ ευχαρίστως να βγαίνουμε να συζητούμε, εφ’ όσον αποκλείσουμε το ερωτικό», αποκρίθηκε η αναρχική επαναστάτρια που μοίραζε τρόφιμα στους μικροαστούς να καρδαμώσουν, να μας φωνάζουν πιο δυνατά αλήτες.

Δίχως τον ερωτισμό που την στυλώνει,
και τον αποκαλούν
μοιχεία, απιστία, προστυχιά,
η αρετή πάντα θα σωριάζεται.

Πενήντα χρόνια στην βία, στον δόλο, στην ευνουχία των μελεοφρόνων˙ τι έχεις πάλι να μου πεις συγκυρία;

Όταν καταλάβεις τι ζητούν από σένα,
στο περιθώριο θα καταφύγεις,
ή θα γίνεις κάθαρμα.

*Από ποια αποβάθρα φεύγει το τρένο;

Ντίνος Σιώτης, Δύο ποιήματα 

Απομακρύνετε τον κόσμο

Απομακρύνετε τα παιδιά απ’ τις οθόνες διότι
οι σκηνές που ακολουθούν είναι ακατάλληλες
βίαιες και σκληρές / απομακρύνετε τους
ηλικιωμένους απ’ τα παγκάκια διότι σε λίγο
θα περάσουν εξαγριωμένοι διαδηλωτές και
θα τα κάνουν όλα γυαλιά καρφάκια
απομακρύνετε τον κόσμο απ’ τη ζωή διότι δεν
είναι ζωή αυτή μια και η παγίωση του τρόμου
είναι γεγονός και ο φόβος είναι πια καθεστώς

*

Στη σκιά του ανέμου

Φωτογραφίζοντας τη σκιά του ανέμου ενώ
διέσχιζε το Αιγαίο αντικατοπτρίζοντας τη
θέα του κύματος ενώ θαύμαζε τη φροντίδα
των λέξεων φορτίζοντας στην μπαταρία
του ανέφικτου έναν ουρανό που πετούσε
πάνω απ’ τον ορίζοντα καθαρίζοντας το
δέρμα από σπυριά αθώα επισκευάζοντας
καθυστερήσεις που είχαν αργήσει για τα
εγκαίνια της αθέατης πλευράς οραμάτων

*Από τη συλλογή, «Στη σκιά του ανέμου», Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2019.

Μανώλης Αναγνωστάκης, Επίλογος

Κι ὄχι αὐταπάτες προπαντός.
Τὸ πολὺ πολὺ νὰ τοὺς ἐκλάβεις σὰ δυὸ θαμποὺς
προβολεῖς μὲς στὴν ὁμίχλη
Σὰν ἕνα δελτάριο σὲ φίλους ποὺ λείπουν
μὲ τὴ μοναδικὴ λέξη: ζῶ.
«Γιατὶ» ὅπως πολὺ σωστὰ εἶπε κάποτε κι ὁ φίλος μου ὁ Τίτος,
«κανένας στίχος σήμερα δὲν κινητοποιεῖ τὶς μᾶζες
κανένας στίχος σήμερα δὲν ἀνατρέπει καθεστῶτα.»
Ἔστω.
Ἀνάπηρος, δεῖξε τὰ χέρια σου.
Κρῖνε γιὰ νὰ κριθεῖς.